Συμβουλευτική : Αξίζει να το επιχειρήσουμε;

Τι λες Στέλιο μου, θα ήταν για εμάς βοηθητική η Συμβουλευτική;

– Ωχ βρε Ισμήνη, από μικρός έχω ακούσει ένα κάρο συμβουλές στη ζωή μου! Ξέρεις ότι κανένας δε νοιάζεται περισσότερο για σένα από τον ίδιο σου τον εαυτό!

Πολύ σωστά! Μήπως όμως έχεις αναρωτηθεί γιατί κάποιες στιγμές ο εαυτός σου δε νιώθει ικανοποιημένος από το νοιάξιμο που του παρέχεις;!

Ο όρος ΄΄Συμβουλευτική΄΄ υποδηλώνει μία διαδικασία παροχής συμβουλών, που εννοιολογικά θα μπορούσε να ομοιάζει με πολλές αντίστοιχες εμπειρίες στη ζωή του ανθρώπου, που δέχεται συμβουλές (γονεϊκό – συγγενικό – φιλικό περιβάλλον). Ωστόσο, η Συμβουλευτική στην κλινική πράξη είναι κάτι πολύ διαφορετικό και συνίσταται στη διεργασία αλληλεπίδρασης μεταξύ του ειδικού και του ατόμου (ή της ομάδας), το οποίο πιθανώς να αντιμετωπίζει δυσκολίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής του, να επιθυμεί την βελτίωση της αυτογνωσίας του, την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου λειτουργικότητας. Πιο αναλυτικά, τα θέματα που παρωθούν ένα άτομο/ζευγάρι/οικογένεια στον ειδικό μπορεί να αφορούν στις διαπροσωπικές ή ενδοπροσωπικές σχέσεις (σ.σ. σχέση με τους άλλους ή με τον εαυτό του), στη συναισθηματική βίωση και στην ικανότητα άντλησης θετικών συναισθημάτων, στην επίδραση του άγχους στον οργανισμό, στη διαχείριση κρίσιμων ή τραυματικών γεγονότων, στην άσκηση του γονεϊκού ρόλου, στη συντροφικότητα, στις επαγγελματικές προκλήσεις, στην κοινωνική σύνδεση, στο κίνητρο για ζωή και δράση, στην αυτοαντίληψη.

Η επαγγελματική σχέση μεταξύ θεραπευτή (συμβούλου) και θεραπευόμενου (συμβουλευόμενου) αποτελεί το κυριότερο εργαλείο για την αποτελεσματική παρέμβαση και θεραπεία. Ως εκ τούτου, η σημαντικότερη συνεισφορά του ειδικού είναι ο ίδιος του ο εαυτός: οι επαγγελματικές του δεξιότητες, η επιστημονική του εξειδίκευση, η ικανότητά του στο σχετίζεσθαι. Εν γένει η προσωπικότητά του. Ο επαγγελματίας προάγει την ελεύθερη βούληση και την ανάληψη ευθύνης από τον θεραπευόμενο. Ο ρόλος του έγκειται στην αξιοποίηση του δυναμικού του κάθε ανθρώπου, στην τροποποίηση των νοητικών του κατασκευών με στόχο τη βελτίωση της γενικότερης συναισθηματικής και αντιληπτικής του απόκρισης.

Αντιστοίχως, βασικό ζητούμενο αποτελεί η ενεργός συμμετοχή του ατόμου στη συνδιαμόρφωση του θεραπευτικού πλάνου και των στόχων της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας, όπως επίσης και η ύπαρξη αιτήματος από την πλευρά του, από το οποίο να προκύπτει η επιθυμία/ανάγκη του για αλλαγή. Αυτό συνεπάγεται πως εάν προσέλθουμε στο γραφείο του ειδικού γιατί κάποιος άλλος μας το ΄΄επέβαλλε΄΄ ή γιατί επιδιώκουμε απλώς να αλλάξουμε τους γύρω μας (π.χ. το ανυπάκουο παιδί μας ή το σύντροφο που δεν μας καταλαβαίνει), τότε θα συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της ευθύνης και της συμμετοχής μας στο μικροκλίμα που βιώνουμε. Άλλωστε, όπως είχε πει ο Βολταίρος, αρκεί να σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να αλλάξεις τον εαυτό σου και θα καταλάβεις πόσο μηδαμινές είναι οι δυνατότητές σου να αλλάξεις τους άλλους.

Αναφορικά με την θεραπευτική διαδικασία, η Συμβουλευτική και η Ψυχοθεραπεία ασκούνται τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό πλαίσιο δίχως να διαφοροποιούνται οι γενικοί στόχοι και οι αρχές. Ευλόγως συμπεραίνουμε πως στην ατομική συνεδρία, η κλινική εργασία αφορά αποκλειστικά στο άτομο, λαμβανομένου υπόψη του συστήματος που αλληλεπιδρά και το επηρεάζει, ενώ στο ομαδικό πλαίσιο εξακολουθεί να διατηρείται η εξατομικευμένη προσέγγιση κι επιπροσθέτως αξιοποιούνται τα δυναμικά της ζωντανής αλληλεπίδρασης με το κοινωνικό περιβάλλον.

Η επιστημονική βάση της Συμβουλευτικής και της Ψυχοθεραπείας προέρχεται από ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις, με κυριότερες τη Γνωστική-Συμπεριφορική, την Ψυχοδυναμική, τη Συστημική, την Πρoσωποκεντρική. Παρόλο που η Συμβουλευτική και η Ψυχοθεραπεία μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία, εντούτοις υφίσταται διακριτή διαφοροποίηση μεταξύ τους. Η Συμβουλευτική εστιάζει κυρίως στο παρόν και στη διαχείριση ζητημάτων που ανακύπτουν στην καθημερινότητα, ενώ στην Ψυχοθεραπεία ο θεραπευτής εμβαθύνει ενδελεχώς στο ιστορικό και την προσωπικότητα του θεραπευόμενου, αμφισβητώντας κυρίαρχα δυσλειτουργικά μοτίβα και αναδομώντας νέες νοητικές κατασκευές για την αντίληψη του εαυτού και του περιβάλλοντος. Ωστόσο, οι διαφορές των δύο επιστημονικών παρεμβάσεων δεν είναι πάντοτε ευκρινείς και κατά την κλινική άσκηση μπορεί να μοιράζονται εκατέρωθεν τεχνικές και στόχους, αναλόγως της εξειδίκευσης του ειδικού και των αναγκών του κάθε ανθρώπου.

Εν κατακλείδι, δεν γνωρίζω εάν βοηθήθηκαν ο Στέλιος και η Ισμήνη στο ερώτημά τους για τη Συμβουλευτική, όμως είναι σημαντικό να γνωρίζουν πως κάθε εξελικτική φάση στη ζωή μας (εφηβεία, ενηλικίωση, σχέση, οικογένεια, εργασία) εμπεριέχει ταυτόχρονα την κατάκτηση του νέου και την απώλεια μέρους του παλαιού. Αυτή η ανασύσταση, ακόμη κι αν αποτελεί φυσική ροή της ζωής, προκαλεί άγχος και τείνει να ενεργοποιεί μηχανισμούς άμυνας του ΕΓΩ που μπλοκάρουν τις επιτυχημένες μεταβάσεις. Η έγκαιρη επιστημονική παρέμβαση δημιουργεί καλύτερους προγνωστικούς παράγοντες για την υγιή εξέλιξη του ατόμου και του σχεσιακού του πλέγματος.

Δ. Μπαμπούσης